- μεσοποτάμιος
- α, ο [ος и ία , ον] междуречный
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
μεσοποτάμιος — α, ο (ΑM μεσοποτάμιος, ία, ον) 1. αυτός που βρίσκεται μεταξύ δύο ποταμών («σῑτός ἐστι μικρότερος τοῡ πυροῡ γεννᾱται δ ἐν ταῑς μεσοποταμίαις [χώραις]», Στράβ.) 2. αυτός που βρίσκεται στο μέσο ποταμού («ἐν μεσοποταμίᾳ νήσῳ», Πλούτ.) 3. (το θηλ. ως… … Dictionary of Greek
μεσοποταμίων — μεσοποτάμιος between rivers fem gen pl μεσοποτάμιος between rivers masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεσοποταμῖται — μεσοποτάμιος between rivers masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεσοποταμίαις — μεσοποτάμιος between rivers fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεσοποταμίην — μεσοποτάμιος between rivers fem acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεσοποταμίους — μεσοποτάμιος between rivers masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεσοποτάμιοι — μεσοποτάμιος between rivers masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεσοποταμία — μεσοποταμίᾱ , μεσοποτάμιος between rivers fem nom/voc/acc dual μεσοποταμίᾱ , μεσοποτάμιος between rivers fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεσοποταμίας — μεσοποταμίᾱς , μεσοποτάμιος between rivers fem acc pl μεσοποταμίᾱς , μεσοποτάμιος between rivers fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεσοποταμίτας — μεσοποταμί̱τᾱς , μεσοποτάμιος between rivers masc acc pl μεσοποταμί̱τᾱς , μεσοποτάμιος between rivers masc nom sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεσ(ο)- — (ΑM μεσ[ο]) Α και μεσσο και μεσαι ) α συνθετικό πολλών λ. όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στο επίθ. μέσ(σ)ος*. Οι ελάχιστοι τ. με α συνθετικό μεσαι (πρβλ. μεσαι πόλιος, μεσαι πόλος, μεσαί γεως) οφείλονται σε τεχνητή ανάπτυξη μακράς… … Dictionary of Greek